Σελάκ (shellac) E904
Το σελλάκ είναι μια ρητίνη που εκκρίνουν κάποια είδη εντόμων, κυρίως το είδος Laccifer Lacca. Κάθε έντομο έχει μέγεθος σπόρου μήλου. Η εκτροφή των Laccifer Lacca γίνεται κυρίως σε χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας. Η Ινδία και η Ταϊλάνδη παράγουν περίπου το 70% της παγκόσμιας παραγωγής σελλάκ.
Παράγεται με την κοπή των κλαδιών στα οποία έχουν αποικίες τα έντομα. Ακολούθως ξύνεται το μείγμα ρητίνης και εντόμων από το ξύλο, αφαιρούνται τα έντομα από την ρητίνη τους, και τέλος παράγεται το σελλάκ σε νιφάδες ή υγρό. Κάποιο μέρος της παραγωγής γίνεται χωρίς να κόβονται τα κλαδιά.
Το σελλάκ χρησιμοποιείται σε τρόφιμα, φαρμακευτικά είδη και είδη οδοντοτεχνίας, σε κόλλες, βερνίκια ξύλων, και καλλυντικά. Τελευταία χρησιμοποιείται και στην γεωργία, για να επιβραδύνει την αποδέσμευση της ουρίας (που παράγεται από εκτρεφόμενα ζώα) στο έδαφος.
Στα τρόφιμα συναντάμε σελλάκ ως επικάλυψη (κέρωμα) εσπεριδοειδών, μήλων, και τρούφας σοκολάτας αλλά και σε τσίχλες και αποξηραμένα φρούτα. Στις ετικέτες αναγράφεται και με τον κωδικό αριθμό Ε904.
Στην φαρμακευτική χρησιμοποιείται ως επικάλυψη χαπιών. Ο όρος beetlejuice (χυμός από σκαθάρια) χρησιμοποιείται κάποιες φορές ως εναλλακτικός του σελλάκ.
Στα καλλυντικά το συναντάμε σε τεχνητά νύχια, βερνίκια νυχιών, προϊόντα φορμαρίσματος μαλλιών, σε αφρίζουσες μπάλες μπάνιου (bath bombs), καθώς και σε μολύβια ματιών και μάσκαρα.
Στην ξυλουργική, την οργανοποιία, και την αγιογραφία το συναντούμε ως γομαλάκα (gomme-laque).
Τα έντομα Laccifer Lacca εκτρέφονται όχι μόνο για την ρητίνη τους, αλλά και για άλλα “προϊόντα”. Για παράδειγμα, τα έντομα χρησιμοποιούνται κονιορτοποιημένα (σε μορφή σκόνης) ως χρωστική σε υφάσματα και τρόφιμα (είδη ζαχαροπλαστικής, ροφήματα, τσίχλες κ.ά.), όπως περίπου χρησιμοποιείται και το καρμίνιο. Δείτε επίσης λήμμα “Καρμίνιο”.