Ο ρόλος των υγροτόπων στη βιωσιμότητα του πλανήτη
Σήμερα είναι η Παγκόσμια Ημέρα των Υγροτόπων. Κείμενο της Αναστασίας Ψειρίδου και του Θεόδωρου Λιανού για τους υγρότοπους. Το κείμενο αποτελεί τροποποιημένο απόσπασμα από το νέο βιβλίο τους με τίτλο “Σώζοντας τον πλανήτη”.
Η 2η ημέρα του Φεβρουαρίου έχει οριστεί ως Παγκόσμια Ημέρα των Υγροτόπων από το 1997. Την ίδια ημέρα το 1971 υπεγράφη η Συνθήκη Ramsar στην ομώνυμη πόλη του Ιράν. Στόχος της Συνθήκης ήταν να αναδείξει την αξία των υγροτόπων και να αναστρέψει την υποβάθμισή τους. Η Ελλάδα υιοθέτησε την Συνθήκη το 1975.
Οι υγρότοποι (ή υγροβιότοποι) είναι οι περιοχές του πλανήτη οι οποίες βρίσκονται μόνιμα ή εποχιακά κάτω από σχετικά ρηχό νερό. Οι λίμνες και οι ποταμοί μαζί με τις παρόχθιες περιοχές τους, οι εκβολές των ποταμών, τα έλη και οι βάλτοι, οι τυρφώνες, οι ορυζώνες, οι λιμνοθάλασσες, οι πηγές αποτελούν υγροτόπους. Υπάρχουν υγρότοποι γλυκού, υφάλμυρου, αλλά και αλμυρού νερού. Κάποιοι υγρότοποι είναι μέσα στη στεριά, ακόμα και σε βουνά, κάποιοι είναι παραθαλάσσιοι. Όλοι οι υγρότοποι του πλανήτη καταλαμβάνουν έκταση 12,1 εκ. τετρ. χιλιομέτρων – σχεδόν η έκταση της Γροιλανδίας.
Το χώμα στους υγροτόπους είναι κατά κανόνα βυθισμένο στο νερό ή περιέχει πολλή υγρασία και έτσι τα φυτά που ευδοκιμούν σε αυτούς είναι διαφορετικά από αυτά που ευδοκιμούν σε ξηρά εδάφη. Επίσης, υπάρχουν φυσικοί και τεχνητοί υγρότοποι· για παράδειγμα, οι ορυζώνες και οι ταμιευτήρες νερού (όπως η λίμνη Κερκίνη) που δημιουργούνται με φράγματα είναι τεχνητοί υγρότοποι.
Στην Ελλάδα υπάρχει πλήθος και μεγάλη ποικιλία υγροτόπων τόσο στην στεριά όσο και στα νησιά. Σύμφωνα με το Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων-Υγροτόπων υπάρχουν περίπου 400 υγρότοποι στην Ελλάδα ενώ 10 από αυτούς είναι καταχωρισμένοι ως Υγρότοποι Διεθνούς Σημασίας (“περιοχές Ramsar”). Αξίζει να σημειωθεί όμως ότι πριν 70 χρόνια η Ελλάδα είχε τριπλάσιες εκτάσεις υγροτόπων.
Οι υγρότοποι είναι σημαντικοί για πολλούς λόγους. Πρώτον, από τους υγροτόπους γλυκού νερού προέρχεται (έμμεσα ή άμεσα) το μεγαλύτερο μέρος του πόσιμου νερού της ανθρωπότητας και νερό για άρδευση καλλιεργειών. Οι άνθρωποι αντλούν γλυκό νερό τόσο από επιφανειακά ύδατα (π.χ. ποτάμια και λίμνες) όσο και από υπόγεια ύδατα. Ενώ οι υγρότοποι φιλοξενούν ανά πάσα στιγμή μικρό μέρος του συνολικού γλυκού νερού, εν τούτοις είναι κρίσιμοι για την αναπλήρωση των υπογείων υδαταποθηκών. Αυτό διότι οι υγρότοποι συγκρατούν σαν σφουγγάρια το νερό της βροχής αντί αυτό να καταλήξει στη θάλασσα και από αυτό το νερό αναπληρώνονται οι υπόγειες υδαταποθήκες. Έτσι, η ύπαρξη υγροτόπων εξασφαλίζει την διαθεσιμότητα νερού ακόμα και σε περιόδους ξηρασίας.
Δεύτερον, οι υγρότοποι λειτουργούν ως φίλτρα που καθαρίζουν το νερό που καταλήγει στις υπόγειες υδαταποθήκες από οργανικούς και χημικούς ρύπους. Η ποιότητα του νερού που αντλούμε από τις υπόγειες υδαταποθήκες προσδιορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την ποιότητα των υγροτόπων.
Τρίτον, οι υγρότοποι φιλοξενούν το 40% της βιοποικιλότητας του πλανήτη ενώ καταλαμβάνουν μόλις το 3% της συνολικής επιφάνειάς του. Η βιοποικιλότητα ορίζεται ως η ποικιλία γενετικού υλικού μέσα στα είδη καθώς και ειδών και ολόκληρων οικοσυστημάτων. Όσο μεγαλύτερη η ποικιλία, τόσο μεγαλύτερη η ανθεκτικότητα των οικοσυστημάτων. Ένα στοιχείο που δεν είναι τόσο γνωστό για τα οφέλη της βιοποικιλότητας στην ανθρωπότητα είναι ότι αποτελεί πηγή γενετικού υλικού για την δημιουργία φαρμάκων.
Τέταρτον, οι υγρότοποι προφυλάσσουν από φυσικές καταστροφές που μπορεί να προκληθούν από καταιγίδες και πλημμύρες. Αυτό γίνεται τόσο λόγω του ότι αποθηκεύουν νερό και μειώνουν την ταχύτητα της ροής του αλλά και μέσω των ριζών της βλάστησης που περιέχουν. Καθώς η κλιματική αλλαγή προκαλεί όλο και περισσότερες και εντονότερες φυσικές καταστροφές, η ύπαρξη υγιών υγροτόπων έχει όλο και μεγαλύτερη αξία για την ανθρωπότητα.
Πέμπτον, οι υγρότοποι αποτελούν σημαντικές αποθήκες άνθρακα, και έτσι μετριάζουν τις αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Υπολογίζεται ότι δύο είδη μόνο υγροτόπων περιέχουν περισσότερο άνθρακα από όλα τα δάση του πλανήτη. Γνωρίζουμε ότι τα φυτά απορροφούν διοξείδιο του άνθρακα από την ατμόσφαιρα και ότι μεγάλο μέρος του άνθρακα καταλήγει να αποθηκευθεί στο έδαφος. Όλα τα εδάφη, ξηρά και υγρά, αποτελούν αποθήκες άνθρακα, αλλά οι υγρότοποι φαίνεται να είναι σαν σύνολο πιο αποτελεσματικοί από άλλα εδάφη. (Διαβάστε στο “Η θάλασσα και η θεμελιώδης λειτουργία της” πώς η θάλασσα αποθηκεύει άνθρακα).
Παρότι αποτελούν μόνο το 8% της επιφάνειας του εδάφους, στο έδαφός τους βρίσκεται αποθηκευμένο περίπου το ¼ του άνθρακα που είναι αποθηκευμένος σε εδάφη. Όπως συμβαίνει και με την μετατροπή δασών σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις, η μετατροπή υγροτόπων ή η υποβάθμισή τους έχει σαν αποτέλεσμα όχι μόνο την απώλεια της δυνατότητας αποθήκευσης άνθρακα, αλλά και την έκλυση στην ατμόσφαιρα του άνθρακα που ήταν αποθηκευμένος στο χώμα και τα φυτά τους.
Όλα τα παραπάνω οφέλη μπορούν να ποσοτικοποιηθούν. Υπολογίζεται ότι η χρηματική αξία όλων των υπηρεσιών που προσφέρουν οι υγρότοποι είναι μεγαλύτερη από τις υπηρεσίες που προσφέρουν τα οικοσυστήματα της ξηράς.
Με λίγα λόγια, οι υγρότοποι, συνεισφέρουν σημαντικά στην συνέχιση της ζωής στον πλανήτη. Δυστυχώς όμως, η έκταση που καταλαμβάνουν μειώνεται συνεχώς. Σε σχέση με το 1700, η Γη έχει χάσει πάνω από το 50% των φυσικών υγροτόπων της με το μεγαλύτερο μέρος της απώλειας να έχει συμβεί τον τελευταίο αιώνα. Η έκτασή τους μειώνεται ετησίως με τριπλάσιο ρυθμό από όσο μειώνονται τα φυσικά δάση. Κύριες αιτίες είναι ανθρώπινες παρεμβάσεις όπως η αποξήρανση, η οικιστική και τουριστική επέκταση, η διατάραξη της φυσικής ροής των ποταμών με τεχνητά φράγματα, η χρήση τους για βόσκηση εκτρεφόμενων ζώων.
Οι υγρότοποι που έχουν απομείνει υποβαθμίζονται μέσα στα χρόνια αντανακλώντας την αυξημένη επιβάρυνση που δημιουργεί η αυξανόμενη οικονομική δραστηριότητα. Περίπου το 90% των υγροτόπων του πλανήτη παρουσιάζει αυξημένα επίπεδα ρύπανσης από χημικούς και βιολογικούς ρύπους, οι οποίοι δημιουργούνται από ανθρώπινες δραστηριότητες όπως η εκτροφή ζώων, η χρήση τους ως χώρων απορροής αστικών και βιομηχανικών λυμάτων, η υπεράντληση υδάτων, ο κακώς σχεδιασμένος τουρισμός. Επίσης η λήψη υλικών (π.χ. ξυλείας, τύρφης) από τους υγροτόπους είναι τόσο μεγάλη που τους απειλεί σοβαρά. Για παράδειγμα η λήψη άμμου και χαλικιού από τις ακτές και τα ποτάμια (που χρησιμεύουν για κτήρια κ.λπ.) πλέον ξεπερνά σε όγκο το πετρέλαιο που αντλείται.
Σημαντικός δείκτης της ποιότητας των βιοτόπων είναι η βιοποικιλότητά τους. Δυστυχώς παρατηρείται μείωση της βιοποικιλότητας που φιλοξενούν οι υγρότοποι. Ο βασικός υπεύθυνος και πάλι είναι η ανθρώπινη παρέμβαση, με το σύστημα παραγωγής τροφής να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Υπολογίζεται ότι το ¼ των ειδών των υγροτόπων απειλείται με εξαφάνιση. Από την άλλη, οι υγρότοποι απειλούνται από μη ενδημικά χωροκτητικά είδη φυτών και ζώων που εισάγει ο άνθρωπος με δραστηριότητες όπως οι ιχθυοκαλλιέργειες.
Τέλος, αν και οι υγρότοποι προστατεύουν από τα αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής, φαίνεται ότι ταυτόχρονα κινδυνεύουν από αυτήν. Η μείωση των βροχών καθώς και η άνοδος της στάθμης της θάλασσας και η άνοδος της θερμοκρασίας τους διαταράσσουν.
Επιπλέον, η κλιματική αλλαγή έχει αναδείξει την ανάγκη για εναλλακτικές πηγές ενέργειας (αντί των ορυκτών καυσίμων). Δυστυχώς, έτσι αυξάνεται η ανάγκη χρήσης των υγροτόπων για δημιουργία υδροηλεκτρικής ενέργειας, η οποία θεωρείται πιο “καθαρή” - όμως τα υδροηλεκτρικά φράγματα διαταράσσουν τους υγροτόπους.
Η μείωση και υποβάθμιση των υγροτόπων οφείλεται στους τρεις βασικούς λόγους στους οποίους οφείλεται γενικά η υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Αυτοί οι τρεις λόγοι προτάθηκαν ως οι σημαντικότερες παράμετροι της επίπτωσης της ανθρώπινης δραστηριότητας στο περιβάλλον από τον βιολόγο Paul Ehrlich και τον περιβαλλοντολόγο John Holdren το 1971 με τη μορφή μίας εξίσωσης (I = PAT). Έκτοτε η εξίσωση αυτή αποτελεί ένα απλό και χρήσιμο σημείο αναφοράς. Η συζήτηση σήμερα έχει εμπλουτιστεί με την συζήτηση για τα αποτυπώματα (οικολογικό, υδατικό, άνθρακα, κ.ά.) και την συζήτηση περί πλανητικών ορίων, αλλά η βασική ιδέα για τα αίτια των επιπτώσεων παραμένει η ίδια.
Πρώτον, η υποβάθμιση των υγροτόπτων οφείλεται στο πρότυπο κατανάλωσης του μέσου ανθρώπου. Η αύξηση της ευημερίας της ανθρωπότητας κατά κύριο λόγο εδράζεται στην αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ και της κατά κεφαλήν κατανάλωσης η οποία με τη σειρά της είναι δυνατή μέσω της αύξησης της κατά κεφαλήν κατανάλωσης φυσικών πόρων (νερού, ενέργειας, γης, κ.λπ.) και της υποβάθμισης του περιβάλλοντος.
Δεύτερον, οφείλεται στην αύξηση του πληθυσμού. Περισσότερος πληθυσμός έχει περισσότερες απαιτήσεις από τη φύση. Αυτός είναι ένας από τους παράγοντες που δημιουργούν την συνεχή αύξηση του συνολικού οικολογικού ελλείμματος του πλανήτη. Τα δεδομένα δείχνουν ότι το τρέχον επίπεδο πληθυσμού δεν είναι συμβατό με το επίπεδο ζωής που έχουμε.
Οι δύο πρώτοι παράγοντες (μέση κατανάλωση επί τον πληθυσμό) δίνουν το μέγεθος της συνολικής κατανάλωσης στον πλανήτη.
Τρίτον, οφείλεται στην τεχνολογία παραγωγής της ευημερίας μας. Η τεχνολογία παραγωγής δεν φαίνεται να έχει αλλάξει με τρόπο τέτοιο ώστε να αντιστρέψει το οικολογικό έλλειμμα ή τις διάφορες αρνητικές επιπτώσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας στο περιβάλλον. Το οικολογικό έλλειμα του πλανήτη αυξάνεται συνεχώς από το 1971 και έπειτα, και έχουν ξεπεραστεί αρκετά από τα όρια αντοχής του. Δεν υπάρχει τομέας του περιβάλλοντος για τον οποίο οι επιστήμονες να μην προειδοποιούν για τις καταστροφικές συνέπειες της ανθρώπινης δραστηριότητας. Πολλές φορές εναποθέτουμε την ελπίδα μας για την λύση των προβλημάτων μας στην βελτίωση της τεχνολογίας. Όμως όλα αυτά τα προβλήματα (π.χ. την κλιματική αλλαγή) τα παρατηρούμε σε μια εποχή που βλέπουμε την τεχνολογία να βελτιώνεται συνεχώς· είναι εμφανές ότι η βελτίωση είναι μάλλον πολύ πιο αργή από όσο απαιτείται ή και σε λάθος κατεύθυνση από αυτήν που απαιτείται.
Τί μπορούμε να κάνουμε σαν απλοί άνθρωποι
Πίσω από κάθε μία από τις απειλές που αναφέρθηκαν παραπάνω βρίσκονται οι άνθρωποι και οι καταναλωτικές τους προτιμήσεις, καθώς και η παραγωγή προϊόντων που εξυπηρετεί τις προτιμήσεις αυτές. Η κλιματική αλλαγή, η οικιστική και τουριστική επέκταση, η συνεχής αύξηση του πληθυσμού, τα απόβλητα της κτηνοτροφίας και της βιομηχανίας, όλα αυτά είναι παράμετροι που είναι στο χέρι της ανθρωπότητας να ρυθμίσει μέσω των καταναλωτικών, πολιτικών, και άλλων της αποφάσεων.
Η στροφή στην φυτοφαγία και η εξοικονόμηση ενέργειας και φυσικών πόρων, τόσο ως άμεση κατανάλωση (ενέργειας, νερού κ.λπ.) όσο και ως έμμεση κατανάλωση (δηλ. μέσω των προϊόντων που καταναλώνουμε) είναι ίσως οι δύο σημαντικότερες ενέργειες που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος για να συνεισφέρει στην επίλυση του προβλήματος.
Σίγουρα θα βοηθούσε να αναγράφονται στις ετικέτες των προϊόντων και “τιμές” σε όρους ποσότητας πόρων ή καταστροφής στο περιβάλλον που προκαλεί κάθε προϊόν που αγοράζουμε – όμως όσα ήδη γνωρίζουμε είναι αρκετά ώστε να κάνουμε ενημερωμένες καταναλωτικές επιλογές ακόμα και χωρίς τέτοιες πληροφορίες στις ετικέτες. Εξ άλλου, η πράσινη κατανάλωση ξεκινά από τον καταναλωτή – ούτε από το κράτος και τους νόμους, ούτε από τις επιχειρήσεις
© Θεόδωρος Λιανός, Αναστασία Ψειρίδου & Vegan Times 01-02-2021
Πηγές:
[1]Convention on Wetlands, “About the Convention on Wetlands | Ramsar.”
[2]“Ελληνικοί Υγρότοποι.” http://www.ekby.gr/ekby/el/Greek_Wetlands_main_el.html (accessed Jan. 29, 2021).
[3]W. R. Moomaw et al., “Wetlands In a Changing Climate: Science, Policy and Management,” Wetlands, vol. 38, no. 2, pp. 183–205, Apr. 2018, doi: 10.1007/s13157-018-1023-8.
[4]A. M. Nahlik and M. S. Fennessy, “Carbon storage in US wetlands,” Nature Communications, vol. 7, no. 1, Art. no. 1, Dec. 2016, doi: 10.1038/ncomms13835.
[5]Ramsar Convention Secretariat, “Global Wetland Outlook: State of the World’s Wetlands and their Services to People,” Ramsar Convention Secretariat, Gland, Switzerland, 2018.
[6]N. C. Davidson, “How much wetland has the world lost? Long-term and recent trends in global wetland area,” Mar. Freshwater Res., vol. 65, no. 10, pp. 934–941, Oct. 2014, doi: 10.1071/MF14173.
[7]D. Vanham et al., “Environmental footprint family to address local to planetary sustainability and deliver on the SDGs,” Science of The Total Environment, vol. 693, p. 133642, Nov. 2019, doi: 10.1016/j.scitotenv.2019.133642.
[8]P. R. Ehrlich and J. P. Holdren, “Impact of Population Growth,” Science, vol. 171, no. 3977, pp. 1212–1217, Mar. 1971, doi: 10.1126/science.171.3977.1212.
[9]T. Wiedmann, M. Lenzen, L. T. Keyßer, and J. K. Steinberger, “Scientists’ warning on affluence,” Nature Communications, vol. 11, no. 1, Art. no. 1, Jun. 2020, doi: 10.1038/s41467-020-16941-y.
[10]T. P. Lianos and A. Pseiridis, “Sustainable welfare and optimum population size,” Environ Dev Sustain, vol. 18, no. 6, pp. 1679–1699, Dec. 2016, doi: 10.1007/s10668-015-9711-5.
[11]W. Steffen et al., “Planetary boundaries: Guiding human development on a changing planet,” Science, vol. 347, no. 6223, Feb. 2015, doi: 10.1126/science.1259855.
[12]S. J. Lade et al., “Human impacts on planetary boundaries amplified by Earth system interactions,” Nature Sustainability, vol. 3, no. 2, Art. no. 2, Feb. 2020, doi: 10.1038/s41893-019-0454-4.
Main Photo Credits to Nereida79 | Pixabay