Καρμίνιο ή κοχενίλη (carmine, cochineal, E120)
Το καρμίνιο είναι μια χρωστική ουσία που παράγεται από τα θηλυκά κόκκινων εντόμων, κυρίως από τα είδη Dactylopius coccus, Porphyrophora hamelii, και Porphyrophora polonica. Τα έντομα καλλιεργούνται σε φυτά και μετά συλλέγονται, βράζονται σε νερό για να σκοτωθούν τα έντομα, μετά αποξηραίνονται στον ήλιο ή σε φούρνους, και μετά τρίβονται σε σκόνη. Από την επεξεργασία της σκόνης παράγονται διάφορες μορφές της χρωστικής ουσίας.
Το συναντάμε και ως crimson lake, carmine lake, natural red 4, CI 75470. Θεωρείται “φυσική χρωστική”.
Χρησιμοποιείται σε τρόφιμα, καλλυντικά, χρώματα, και σε φαρμακευτικά και παραφαρμακευτικά προϊόντα. Έχει κάποιες χρήσεις και σε ιστολογικές αναλύσεις.
Σε τρόφιμα το βρίσκουμε σε γιαούρτια και επιδόρπια, παγωτά, γρανίτες, σιρόπια φρούτων, τσίχλες, καραμέλες, ζαχαρωτά, γλυκά, σάλτσες, ροφήματα με κόκκινο χρώμα ή τόνους του μωβ, και αλλού. Στις ετικέτες αναγράφεται ως Ε120, καρμίνιο, καρμίνη, καρμίνες, καρμινικό οξύ, κοχενίλη, φυσικό κόκκινο 4.
Σε καλλυντικά το βρίσκουμε σε κραγιόν και άλλα είδη make-up.
Υπάρχουν εναλλακτικά υλικά για όλες τις χρήσεις του καρμινίου.