Αναγωγισμός (Reductionism)
Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται υποτιμητικά για να περιγράψει ένα σύνθετο φαινόμενο με την υπεραπλούστευση του φαινομένου σε λίγα βασικά στοιχεία του. Στο πλαίσιο της διατροφής, η λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει την υπερβολική σημασία που δίνουμε στα μεμονωμένα στοιχεία ενός τροφίμου ή ενός διατροφικού σχήματος, παρά στο τρόφιμο ή στο διατροφικό σχήμα ως σύνολο (δηλ. το να κοιτάμε ένα δένδρο και όχι το δάσος). Τα μεμονωμένα διατροφικά στοιχεία ενός διατροφικού σχήματος (π.χ. τα mg σιδήρου ενός ημερήσιου πλάνου) δεν αποτελούν ικανοποιητικό δείκτη της συνολικής ποιότητας της διατροφής, για τρεις λόγους.
Πρώτον, τα τρόφιμα περιέχουν πλειάδα θρεπτικών συστατικών για τα οποία δεν έχει ακόμα διατυπωθεί συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη (βλ. λήμμα «ΣΗΠ»). Το να εστιάζουμε μόνο στα θρεπτικά συστατικά για τα οποία έχει προσδιοριστεί ΣΗΠ μπορεί να μας οδηγήσει στο να σκεφτόμαστε την διατροφή μας μόνο σε όρους αυτών των συστατικών. Έτσι μπορεί να μην προσπαθούμε να αυξήσουμε τα (συνολικώς) υγιεινά τρόφιμα που περιέχουν και άλλα θρεπτικά συστατικά, αλλά και να καταναλώνουμε τρόφιμα που περιέχουν επιβλαβή χαρακτηριστικά προκειμένου να καλύψουμε την ΣΗΠ μερικών μόνο θρεπτικών συστατικών. Ένα παράδειγμα αυτής της θεώρησης είναι το να προσπαθούμε να αυξήσουμε την πρόσληψη ω3 μέσω κατανάλωσης συγκεκριμένων ψαριών, ενώ τα τελευταία περιέχουν πλειάδα ανεπιθύμητων στοιχείων όπως τοξικούς ρύπους (PCBs, διοξίνες, βαρέα μέταλλα), κορεσμένο λίπος, χοληστερόλη. Είναι πιο πιθανό η καλύτερη υγεία να δημιουργείται με την συνολικώς υγιεινή διατροφή που περιέχει αυτομάτως μείωση των ανθυγιεινών τροφίμων (που περιέχουν αυξημένα ποσά ω6) παρά με την αύξηση στην κατανάλωση ψαριών ή λίπους τους. Με άλλα λόγια, η αύξηση της κατανάλωσης ψαριών μπορεί να βελτιώσει κάποιους δείκτες υγείας όταν τα ψάρια υποκαθιστούν πιο ανθυγιεινά τρόφιμα, αλλά τα ψάρια δεν αποτελούν την μεγαλύτερη βελτίωση που μπορεί να πετύχει κανείς.
Δεύτερον, το σώμα προσπαθεί να διατηρήσει την υγεία του. Αυτό σημαίνει ότι αυξάνει την απορρόφηση θρεπτικών συστατικών που χρειάζεται περισσότερο και μειώνει την απορρόφηση συστατικών που δεν χρειάζεται. Ένα παράδειγμα γι’ αυτό είναι η αύξηση της απορρόφησης σιδήρου που συμβαίνει κατά την εγκυμοσύνη. Μια συνολικά υγιεινή διατροφή βοηθά το σώμα να προσαρμόζεται αποτελεσματικά σε διαταραχές (χημικούς ρύπους, μικρόβια, ακτινοβολίες, κ.λπ.), συνεπώς ο στόχος μας πρέπει να είναι η συνολικώς υγιεινή διατροφή και όχι η αύξηση της πρόσληψης μεμονωμένων συστατικών με κάθε κόστος.
Τρίτον, υπάρχουν συνέργειες μεταξύ διαφορετικών θρεπτικών συστατικών (είτε έχουν διατυπωθεί ΣΗΠ είτε όχι), δηλ. η απορρόφησή τους καθώς και η αποτελεσματικότητά τους μεταβάλλεται ανάλογα με το τί άλλο υπάρχει μέσα στην διατροφή μας. Η αύξηση της απορρόφησης του σιδήρου με την ταυτόχρονη λήψη τροφίμων που περιέχουν βιταμίνη C είναι ένα γνωστό παράδειγμα. Ένα άλλο παράδειγμα είναι ότι όταν η πρόσληψη ω6 είναι μικρή (όταν δηλ. η διατροφή είναι υγιεινή) το σώμα φαίνεται να διαθέτει ικανοποιητικές ποσότητες ω3. Με άλλα λόγια, οι επωφελείς συνέργειες που δημιουργούνται από τα θρεπτικά συστατικά μιας συνολικά υγιεινής διατροφής φαίνεται να υπερτερούν των ωφελειών που προσφέρουν απομονωμένα συστατικά μέσα σε μια ανθυγιεινή διατροφή.
Τα παραπάνω σημαίνουν ότι για να δουλέψει ιδανικά το σώμα μας θα πρέπει να του παρέχουμε ένα συνολικό διατροφικό πλάνο που να προάγει την υγεία, και όχι τις ΣΗΠ σε ένα ή δύο ή πέντε τρόφιμα ή σε ένα χάπι. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι οι έρευνες δείχνουν ότι η πρόσληψη απομονωμένων επωφελών στοιχείων σε μορφή συμπληρώματος δεν φαίνεται να βελτιώνει το προσδόκιμο ζωής, ενώ ένα συνολικά υγιεινό διατροφικό πλάνο με απλά πλήρη τρόφιμα (όπως ήταν το Κρητικό του 1950) αυξάνει την μακροζωία.